- συνορεύω
- Ν [σύνορο]1. έχω κοινά σύνορα με κάποιον, είμαι όμορος2. φρ. «συνορεύουσα ζώνη»ναυτ. η διαχωριστική θαλάσσια ζώνη μεταξύ τών χωρικών και τών διεθνών υδάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνορεύω — βλ. πίν. 17 (μόνο στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνορεύω — συνόρεψα, έχω τα ίδια σύνορα: Η Ελλάδα στα βόρεια συνορεύει με τη Βουλγαρία. – Τα χωράφια μας συνορεύουν με τα δικά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αστυγειτονούμαι — ἀστυγειτονοῡμαι ( έομαι) (Α) [αστυγείτων] κατοικώ σε γειτονική περιοχή, συνορεύω … Dictionary of Greek
γειτονεύω — (AM γειτονεύω) [γείτων] 1. είμαι γείτονας κάποιου 2. συνορεύω νεοελλ. (για γυναίκα) περνάω την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες … Dictionary of Greek
εκδέχομαι — ἐκδέχομαι (AM) 1. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται, παραλαμβάνω 2. αναλαμβάνω βάρος ή ευθύνη, παίρνω επάνω μου αρχ. 1. (για διάδοχο) αναλαμβάνω τη θέση άλλου, διαδέχομαι 2. (για λόγο) παίρνω τον λόγο αμέσως μετά από κάποιον άλλο 3. αναμένω,… … Dictionary of Greek
εξαρτώ — (AM ἐξαρτῶ, άω) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου («τοὺς μὲν θυρεούς... ἐκ τῶν ὤμων ἐξηρτηκότες», Πολ.) 2. ακολουθώ τη βούληση ή τις διαθέσεις άλλου 3. παθ. υπάγομαι στην εξουσία, στην επίδραση άλλων (α. «σοῡ γὰρ ἐξηρτήμεθα», Ευρ. β. «εξαρτάται από … Dictionary of Greek
επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος … Dictionary of Greek
μεθορίζω — (ΑM) συνορεύω αρχ. εξορίζω, διώχνω, αποβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὁρίζω] … Dictionary of Greek
ομορέω — ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) [όμορος] 1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω 2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ 3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ.… … Dictionary of Greek